- φιλόσκοπος
- -ον, Ααυτός που επιτυγχάνει, συνήθως, τον σκοπό του.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. πρό-σκοπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλόσκοπα — φιλόσκοπος usually hitting the mark neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
τανυσίσκοπος — ον, Α αυτός που βλέπει μακριά, σε μεγάλη απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι», σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* + σκοπος (< σκοπός), πρβλ. φιλόσκοπος] … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek